αἰώρημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- αἰώρημα < αἰωροῦμαι
Ουσιαστικό
αἰώρημα ουδέτερο
- αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα
- σχοινί που κρέμεται, αγχόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.