αἰτιατόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | αἰτιατόν | τὰ | αἰτιατᾰ́ |
| γενική | τοῦ | αἰτιατοῦ | τῶν | αἰτιατῶν |
| δοτική | τῷ | αἰτιατῷ | τοῖς | αἰτιατοῖς |
| αιτιατική | τὸ | αἰτιατόν | τὰ | αἰτιατᾰ́ |
| κλητική ὦ! | αἰτιατόν | αἰτιατᾰ́ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰτιατώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἰτιατοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αἰτιατόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αἰτιατός
Αντώνυμα
- αἴτιον
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αἰτιατόν
Πηγές
- αἰτιατός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.