αἰδέσιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αἰδέσιμος τὸ αἰδέσιμον οἱ, αἱ αἰδέσιμοι τὰ αἰδέσιμα
Γενική τοῦ, τῆς αἰδεσίμου τοῦ αἰδεσίμου τῶν αἰδεσίμων τῶν αἰδεσίμων
Δοτική τῷ, τῇ αἰδεσίμῳ τῷ αἰδεσίμῳ τοῖς, ταῖς αἰδεσίμοις τοῖς αἰδεσίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αἰδέσιμον τὸ αἰδέσιμον τοὺς, τὰς αἰδεσίμους τὰ αἰδέσιμα
Κλητική αἰδέσιμε αἰδέσιμον αἰδέσιμοι αἰδέσιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αἰδεσίμω
Γενική-Δοτική αἰδεσίμοιν

Ετυμολογία

αἰδέσιμος < αἰδώς

Επίθετο

αἰδέσιμος, -ος, -ον

  1. που προκαλεί την αἰδώ
  2. σεβάσμιος
  3. άγιος, ιερός

Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος

αἰδέσιμος
αἰδεσιμώτερος
αἰδεσιμώτατος
αἰδεσίμως
αἰδεσιμώτερον
αἰδεσιμώτατα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.