αψίδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αψίδωση | οι | αψιδώσεις |
| γενική | της | αψίδωσης* | των | αψιδώσεων |
| αιτιατική | την | αψίδωση | τις | αψιδώσεις |
| κλητική | αψίδωση | αψιδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αψιδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αψίδωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.