αψίδωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αψίδωμα τα αψιδώματα
      γενική του αψιδώματος των αψιδωμάτων
    αιτιατική το αψίδωμα τα αψιδώματα
     κλητική αψίδωμα αψιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αψίδωμα < αψιδώνω + -μα

Ουσιαστικό

αψίδωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.