αφόρμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφόρμηση οι αφορμήσεις
      γενική της αφόρμησης* των αφορμήσεων
    αιτιατική την αφόρμηση τις αφορμήσεις
     κλητική αφόρμηση αφορμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφορμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφόρμηση < αφορμώμαι + -ση

Ουσιαστικό

αφόρμηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.