αφάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφάνα | οι | αφάνες |
| γενική | της | αφάνας | των | (αφανών) |
| αιτιατική | την | αφάνα | τις | αφάνες |
| κλητική | αφάνα | αφάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφάνα < (ελληνιστική κοινή) ἀφάνα άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
αφάνα θηλυκό
- κάθε άγριος και ακανθώδης θάμνος
- ο δρόμος ήταν γεμάτος αφάνες και δεν μπορούσα να περάσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.