αυτόζυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτόζυμο τα αυτόζυμα
      γενική του αυτόζυμου των αυτόζυμων
    αιτιατική το αυτόζυμο τα αυτόζυμα
     κλητική αυτόζυμο αυτόζυμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτόζυμο < αυτ(ός) + -ό- + ζύμ(η) + -ο

Ουσιαστικό

αυτόζυμο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.