αυτοσυνειδησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυνειδησία οι αυτοσυνειδησίες
      γενική της αυτοσυνειδησίας των αυτοσυνειδησιών
    αιτιατική την αυτοσυνειδησία τις αυτοσυνειδησίες
     κλητική αυτοσυνειδησία αυτοσυνειδησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοσυνειδησία < αυτο- + συνείδηση +-ία (κατά το αυτογνωσία)

Ουσιαστικό

αυτοσυνειδησία θηλυκό

Βασικό φιλοσοφικό μέλημα των ριζοσπαστών επιγόνων του Χέγκελ ήταν να δείξουν ότι το απόλυτο πνεύμα (η ύψιστη αρχή του εγελιανού συστήματος) δεν ήταν κατά βάθος τίποτα άλλο παρά η αυτοσυνειδησία (Παναγιώτης Κονδύλης, Εισαγωγή στο βιβλίο, Κ. Μαρξ, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας [1841], Εκδόσεις Γνώση 1983)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.