αυτοπειθάρχηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπειθάρχηση οι αυτοπειθαρχήσεις
      γενική της αυτοπειθάρχησης* των αυτοπειθαρχήσεων
    αιτιατική την αυτοπειθάρχηση τις αυτοπειθαρχήσεις
     κλητική αυτοπειθάρχηση αυτοπειθαρχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπειθαρχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοπειθάρχηση < αυτο- + πειθάρχηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-discipline)

Ουσιαστικό

αυτοπειθάρχηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.