αυτοκαταργούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.ka.taɾˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κα‐ταρ‐γού‐μαι
- ομόηχο: αυτοκαταργούμε
Ρήμα
αυτοκαταργούμαι, π.αόρ.: αυτοκαταργήθηκα, μτχ.π.π.: αυτοκαταργημένος
- παθητική φωνή του ρήματος αυτοκαταργώ
- παθητικές σημασίες του αυτοκαταργώ
- (και ως αποθετικό ρήμα) καταργώ τον εαυτό μου
Κλίση
- → δείτε τη λέξη αυτοκαταργώ
Μεταφράσεις
καταργώ τον εαυτό μου
|
|
Πηγές
- αυτοκαταργώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «αυτοκαταργούμαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.