αυτοαναιρούμαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αυτοαναιρούμαι
<
αυτο-
+
αναιρούμαι
Ρήμα
αυτοαναιρούμαι
(
λόγιο
)
αναιρώ
τον
εαυτό
μου
Συγγενικά
αυτοαναίρεση
αυτοαναιρούμενος
Μεταφράσεις
αυτοαναιρούμαι
αγγλικά
:
refute
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.