αυτοκαταδικάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοκαταδικάζομαι < αυτο- + καταδικάζομαι
Συγγενικά
- αυτοκαταδικασμένος
- αυτοκαταδίκη
- → δείτε τις λέξεις αυτός, κατά, δικάζω και δίκη
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοκαταδικάζομαι | αυτοκαταδικαζόμουν(α) | θα αυτοκαταδικάζομαι | να αυτοκαταδικάζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοκαταδικάζεσαι | αυτοκαταδικαζόσουν(α) | θα αυτοκαταδικάζεσαι | να αυτοκαταδικάζεσαι | (αυτοκαταδικάζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοκαταδικάζεται | αυτοκαταδικαζόταν(ε) | θα αυτοκαταδικάζεται | να αυτοκαταδικάζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοκαταδικαζόμαστε | αυτοκαταδικαζόμαστε αυτοκαταδικαζόμασταν |
θα αυτοκαταδικαζόμαστε | να αυτοκαταδικαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοκαταδικάζεστε | αυτοκαταδικαζόσαστε αυτοκαταδικαζόσασταν |
θα αυτοκαταδικάζεστε | να αυτοκαταδικάζεστε | (αυτοκαταδικάζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοκαταδικάζονται | αυτοκαταδικάζονταν αυτοκαταδικαζόντουσαν |
θα αυτοκαταδικάζονται | να αυτοκαταδικάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοκαταδικάστηκα | θα αυτοκαταδικαστώ | να αυτοκαταδικαστώ | αυτοκαταδικαστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοκαταδικάστηκες | θα αυτοκαταδικαστείς | να αυτοκαταδικαστείς | αυτοκαταδικάσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοκαταδικάστηκε | θα αυτοκαταδικαστεί | να αυτοκαταδικαστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοκαταδικαστήκαμε | θα αυτοκαταδικαστούμε | να αυτοκαταδικαστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοκαταδικαστήκατε | θα αυτοκαταδικαστείτε | να αυτοκαταδικαστείτε | αυτοκαταδικαστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοκαταδικάστηκαν αυτοκαταδικαστήκαν(ε) |
θα αυτοκαταδικαστούν(ε) | να αυτοκαταδικαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοκαταδικαστεί | είχα αυτοκαταδικαστεί | θα έχω αυτοκαταδικαστεί | να έχω αυτοκαταδικαστεί | αυτοκαταδικασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοκαταδικαστεί | είχες αυτοκαταδικαστεί | θα έχεις αυτοκαταδικαστεί | να έχεις αυτοκαταδικαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοκαταδικαστεί | είχε αυτοκαταδικαστεί | θα έχει αυτοκαταδικαστεί | να έχει αυτοκαταδικαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοκαταδικαστεί | είχαμε αυτοκαταδικαστεί | θα έχουμε αυτοκαταδικαστεί | να έχουμε αυτοκαταδικαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοκαταδικαστεί | είχατε αυτοκαταδικαστεί | θα έχετε αυτοκαταδικαστεί | να έχετε αυτοκαταδικαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοκαταδικαστεί | είχαν αυτοκαταδικαστεί | θα έχουν αυτοκαταδικαστεί | να έχουν αυτοκαταδικαστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοκαταδικάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.