αυγόφετα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυγόφετα | οι | αυγόφετες |
| γενική | της | αυγόφετας | των | αυγόφετων |
| αιτιατική | την | αυγόφετα | τις | αυγόφετες |
| κλητική | αυγόφετα | αυγόφετες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αυγόφετα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.