αυγουλάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αυγουλάδικο | τα | αυγουλάδικα |
| γενική | του | αυγουλάδικου | των | αυγουλάδικων |
| αιτιατική | το | αυγουλάδικο | τα | αυγουλάδικα |
| κλητική | αυγουλάδικο | αυγουλάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυγουλάδικο < αυγουλ(άς) + -άδικο
Μεταφράσεις
αυγουλάδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.