αυγοκουλούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυγοκουλούρα | οι | αυγοκουλούρες |
| γενική | της | αυγοκουλούρας | των | αυγοκουλουρών |
| αιτιατική | την | αυγοκουλούρα | τις | αυγοκουλούρες |
| κλητική | αυγοκουλούρα | αυγοκουλούρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αυγοκουλούρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.