ατυχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ατυχώ < αρχαία ελληνική ἀτυχέω < ἀτυχής < ἀ- (στερητικό) + τύχη
Ρήμα
ατυχώ, πρτ.: ατυχούσα, στ.μέλλ.: θα ατυχήσω, αόρ.: ατύχησα
- αποτυγχάνω επειδή ήμουν άτυχος
- Ατύχησε ο Αστέρας Τρίπολης με τη πορτογαλική Μαρίτιμο (0-0). Δοκάρι στο 72' για την ομάδα της Αρκαδίας. (ᾳπό την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 09/08/2012)
- ατύχησε στον πρώτο της γάμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.