ατσάκιστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ατσάκιστα < ατσάκιστος + -α < α- + τσακίζω + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τσακίζω
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ατσάκιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατσάκιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.