ατομική έννοια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ατομική έννοια <  δείτε τις λέξεις ατομικός και έννοια

Πολυλεκτικός όρος

ατομική έννοια θηλυκό, πληθ.: ατομικές έννοιες

  1. (Ορολογία) έννοια που αντιστοιχεί σε ένα μόνο αντικείμενο
    • (Ο ορισμός έχει διεθνώς τυποποιηθεί με το πρότυπο ISO 1087-1:2000)

Σημειώσεις

Παραδείγματα ατομικών εννοιών
«Σωκράτης», «Πανεπιστήμιο Αθηνών», «τρία» - Αντίστοιχες κατασημάνσεις (ονόματα): Σωκράτης, Πανεπιστήμιο Αθηνών, τρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.