ατομίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατομίστρια | οι | ατομίστριες |
| γενική | της | ατομίστριας | των | ατομιστριών |
| αιτιατική | την | ατομίστρια | τις | ατομίστριες |
| κλητική | ατομίστρια | ατομίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ατομίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.