ατμομηχανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ατμομηχανικός | οι | ατμομηχανικοί |
| γενική | του | ατμομηχανικού | των | ατμομηχανικών |
| αιτιατική | τον | ατμομηχανικό | τους | ατμομηχανικούς |
| κλητική | ατμομηχανικέ | ατμομηχανικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατμομηχανικός < ατμο- + μηχανικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.tmo.mi.xa.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμο‐μη‐χα‐νι‐κός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.