ντροπαλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντροπαλά < ντροπαλ(ός) + -ά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ντροπαλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ντροπαλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.