αστροναύτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστροναύτισσα οι αστροναύτισσες
      γενική της αστροναύτισσας των αστροναυτισσών
    αιτιατική την αστροναύτισσα τις αστροναύτισσες
     κλητική αστροναύτισσα αστροναύτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστροναύτισσα < αστροναύτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα [1]

Ουσιαστικό

αστροναύτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αστροναύτης

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.