ασπρόξυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασπρόξυλο τα ασπρόξυλα
      γενική του ασπρόξυλου των ασπρόξυλων
    αιτιατική το ασπρόξυλο τα ασπρόξυλα
     κλητική ασπρόξυλο ασπρόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπρόξυλο < άσπρος + -ο- + ξύλο

Ουσιαστικό

ασπρόξυλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.