ασπροκαλάμποκο
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασπροκαλάμποκο | τα | ασπροκαλάμποκα |
| γενική | του | ασπροκαλάμποκου | των | ασπροκαλάμποκων |
| αιτιατική | το | ασπροκαλάμποκο | τα | ασπροκαλάμποκα |
| κλητική | ασπροκαλάμποκο | ασπροκαλάμποκα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασπροκαλάμποκο < ασπρο- + καλαμπόκ(ι) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.spɾo.kaˈlam.bo.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπρο‐κα‐λά‐μπο‐κο
Ουσιαστικό
ασπροκαλάμποκο ουδέτερο
- (φυτό) κοινή ονομασία ποικιλίας καλαμποκιού, του φυτού σόργο, του γένους Σόργος που στην οικογένεια Αγρωστώδη, της τάξης Ποώδη με 60 περίπου είδη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.