ασπαραγίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπαραγίνη οι ασπαραγίνες
      γενική της ασπαραγίνης των ασπαραγινών
    αιτιατική την ασπαραγίνη τις ασπαραγίνες
     κλητική ασπαραγίνη ασπαραγίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπαραγίνη < (άμεσο δάνειο) λατινική asparagus

Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος ασπαραγίνης.

ασπαραγίνη θηλυκό

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
  2. (βιοχημεία, αμινοξύ) Μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο H2N-CO-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Asn ή N. Είναι αμίδιο του ασπαρτικού οξέος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.