ασκητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ασκητισμός | οι | ασκητισμοί |
| γενική | του | ασκητισμού | των | ασκητισμών |
| αιτιατική | τον | ασκητισμό | τους | ασκητισμούς |
| κλητική | ασκητισμέ | ασκητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασκητισμός < ασκητής
Ουσιαστικό
ασκητισμός αρσενικό
- η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητας με καθυπόταξη των φυσικών ορμών και καταπόνηση του σώματος
- (μτφ.) ζωή στερημένη, χωρίς υλικές χαρές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.