ασκητισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασκητισμός οι ασκητισμοί
      γενική του ασκητισμού των ασκητισμών
    αιτιατική τον ασκητισμό τους ασκητισμούς
     κλητική ασκητισμέ ασκητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασκητισμός < ασκητής

Ουσιαστικό

ασκητισμός αρσενικό

  1. η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητας με καθυπόταξη των φυσικών ορμών και καταπόνηση του σώματος
  2. (μτφ.) ζωή στερημένη, χωρίς υλικές χαρές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.