αρωματοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρωματοποιός | οι | αρωματοποιοί |
| γενική | του | αρωματοποιού | των | αρωματοποιών |
| αιτιατική | τον | αρωματοποιό | τους | αρωματοποιούς |
| κλητική | αρωματοποιέ | αρωματοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρωματοποιός < αρώματ(ος) + -ο- + -ποιός
Ουσιαστικό
αρωματοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) παρασκευαστής αρωμάτων
- αυτήν την κολόνια την πήρα από το κατάστημα τής αδερφής μου, είναι αρωματοποιός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.