αρχιτεμπέλαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιτεμπέλαρος οι αρχιτεμπέλαροι
      γενική του αρχιτεμπέλαρου των αρχιτεμπέλαρων
    αιτιατική τον αρχιτεμπέλαρο τους αρχιτεμπέλαρους
     κλητική αρχιτεμπέλαρε αρχιτεμπέλαροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιτεμπέλαρος < αρχι- + τεμπέλ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος

Ουσιαστικό

αρχιτεμπέλαρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.