αρχιλογιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιλογιστής οι αρχιλογιστές
      γενική του αρχιλογιστή των αρχιλογιστών
    αιτιατική τον αρχιλογιστή τους αρχιλογιστές
     κλητική αρχιλογιστή αρχιλογιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιλογιστής < αρχι- + λογιστής

Ουσιαστικό

αρχιλογιστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο προϊστάμενος τού λογιστικού τμήματος μιας υπηρεσίας ή επιχείρησης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.