αρχικλέφτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχικλέφτρα | οι | αρχικλέφτρες |
| γενική | της | αρχικλέφτρας | — | |
| αιτιατική | την | αρχικλέφτρα | τις | αρχικλέφτρες |
| κλητική | αρχικλέφτρα | αρχικλέφτρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχικλέφτρα < αρχικλέφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα
Μεταφράσεις
αρχικλέφτρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.