αρχαιοπώλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχαιοπώλισσα οι αρχαιοπώλισσες
      γενική της αρχαιοπώλισσας των αρχαιοπωλισσών
    αιτιατική την αρχαιοπώλισσα τις αρχαιοπώλισσες
     κλητική αρχαιοπώλισσα αρχαιοπώλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχαιοπώλισσα < αρχαιοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

αρχαιοπώλισσα θηλυκό

(επάγγελμα) θηλυκό του αρχαιοπώλης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.