αρχίατρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχίατρος οι αρχίατροι
      γενική του αρχίατρου
& αρχιάτρου
των αρχίατρων
& αρχιάτρων
    αιτιατική τον αρχίατρο τους αρχίατρους
& αρχιάτρους
     κλητική αρχίατρε αρχίατροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχίατρος < αρχι- + ιατρός

Ουσιαστικό

αρχίατρος αρσενικό

  1. στρατιωτικός βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του αντισυνταγματάρχη
  2. τίτλος που φέρει σε μερικές υπηρεσίες ή οργανισμούς ο επικεφαλής γιατρός
    κατέθεσε στον εισαγγελέα ο αρχίατρος της ΔΟΕ

για στρατιωτικό βαθμό:

  • Γενικός αρχίατρος (↑ανώτερος)
  • επίατρος (↓κατώτερος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.