αρχίατρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχίατρος | οι | αρχίατροι |
| γενική | του | αρχίατρου & αρχιάτρου |
των | αρχίατρων & αρχιάτρων |
| αιτιατική | τον | αρχίατρο | τους | αρχίατρους & αρχιάτρους |
| κλητική | αρχίατρε | αρχίατροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρχίατρος αρσενικό
- στρατιωτικός βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του αντισυνταγματάρχη
- τίτλος που φέρει σε μερικές υπηρεσίες ή οργανισμούς ο επικεφαλής γιατρός
- ↪ κατέθεσε στον εισαγγελέα ο αρχίατρος της ΔΟΕ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.