αρτοπαρασκεύασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρτοπαρασκεύασμα | τα | αρτοπαρασκευάσματα |
| γενική | του | αρτοπαρασκευάσματος | των | αρτοπαρασκευασμάτων |
| αιτιατική | το | αρτοπαρασκεύασμα | τα | αρτοπαρασκευάσματα |
| κλητική | αρτοπαρασκεύασμα | αρτοπαρασκευάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρτοπαρασκεύασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αρτοπαρασκεύασμα ουδέτερο
- προϊόν αρτοποιίας που διαφέρει από τα αρτοσκευάσματα ως προς τον τρόπο παραγωγής
- παράδειγμα αρτοπαρασκευάσματος είναι η παραδοσιακή λαγάνα
Μεταφράσεις
αρτοπαρασκεύασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.