αροΐδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αροΐδα οι αροΐδες
      γενική της αροΐδας των αροΐδων
    αιτιατική την αροΐδα τις αροΐδες
     κλητική αροΐδα αροΐδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αροΐδα <  δείτε τη λέξη Αροΐδες < νεολατινική Aroideae < Arum < λατινική arum < αρχαία ελληνική ἄρον

Ουσιαστικό

αροΐδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.