αρκαντάσης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρκαντάσης οι αρκαντάσηδες
      γενική του αρκαντάση των αρκαντάσηδων
    αιτιατική τον αρκαντάση τους αρκαντάσηδες
     κλητική αρκαντάση αρκαντάσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρκαντάσης < (άμεσο δάνειο) τουρκική arkadaş < kardaş < kardeş (αδελφός από την ίδια κοιλιά) < οθωμανικά τουρκικά قارنداش

Ουσιαστικό

αρκαντάσης αρσενικό

  1. αδελφικός φίλος
  2. καρντάσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.