αρκαντάσης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρκαντάσης | οι | αρκαντάσηδες |
| γενική | του | αρκαντάση | των | αρκαντάσηδων |
| αιτιατική | τον | αρκαντάση | τους | αρκαντάσηδες |
| κλητική | αρκαντάση | αρκαντάσηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρκαντάσης < (άμεσο δάνειο) τουρκική arkadaş < kardaş < kardeş (αδελφός από την ίδια κοιλιά) < οθωμανικά τουρκικά قارنداش
Μεταφράσεις
αρκαντάσης
|
→ δείτε τη λέξη καρντάσης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.