αρθροσκόπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρθροσκόπιο τα αρθροσκόπια
      γενική του αρθροσκόπιου
& αρθροσκοπίου
των αρθροσκόπιων
& αρθροσκοπίων
    αιτιατική το αρθροσκόπιο τα αρθροσκόπια
     κλητική αρθροσκόπιο αρθροσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρθροσκόπιο < άρθρωση + -ο- + -σκόπιο

Ουσιαστικό

αρθροσκόπιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.