αργύριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αργύριο | τα | αργύρια |
| γενική | του | αργυρίου & αργύριου |
των | αργυρίων |
| αιτιατική | το | αργύριο | τα | αργύρια |
| κλητική | αργύριο | αργύρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αργύριο < αρχαία ελληνική αργυρούς ανετυμολόγητο
Ουσιαστικό
αργύριο ουδέτερο πληθ. αργύρια κατά συνεκδοχή= χρήματα
Εκφράσεις
«Καλλικρατίδας δὲ ἀχθεσθεὶς τῇ ἀναβολῇ καὶ ταῖς ἐπὶ τὰς θύρας φοιτήσεσιν ὀργισθεὶς καὶ εἰπὼν ἀθλιωτάτους εἶναι τοὺς Ἕλληνας, ὅτι βαρβάρους κολακεύουσιν ἕνεκα ἀργυρίου, φάσκων τε, ἂν σωθῇ οἴκαδε, κατά γε τὸ αὑτοῦ δυνατὸν διαλλάξειν Ἀθηναίους καὶ Λακεδαιμονίους, ἀπέπλευσεν εἰς Μίλητον». Ξενοφών «Ελληνικά» Κεφ. Α'. 7
- τριάκοντα αργύρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.