αργό πετρέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αργό πετρέλαιο < → δείτε τις λέξεις αργός και πετρέλαιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική crude oil)
Πολυλεκτικός όρος
αργό πετρέλαιο ουδέτερο
- το ακατέργαστο υγρό πετρέλαιο που βρίσκεται σε πορώδη πετρώματα στα ανώτερα στρώματα μερικών περιοχών του φλοιού της Γης
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.