αργοσβήνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αργοσβήνω < αργός + -ο- + σβήνω

Ρήμα

αργοσβήνω

  1. (κυριολεκτικά) σβήνω αργά-αργά, σιγά-σιγά
  2. (κατ’ επέκταση) χάνομαι αργά-αργά, σιγά-σιγά
     συνώνυμα: αργολιώνω
  3. (μεταφορικά) πεθαίνω αργά-αργά, σιγά-σιγά
     συνώνυμα: αργοπεθαίνω, ψυχορραγώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.