αραβοσιτάλευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραβοσιτάλευρο τα αραβοσιτάλευρα
      γενική του αραβοσιτάλευρου των αραβοσιτάλευρων
    αιτιατική το αραβοσιτάλευρο τα αραβοσιτάλευρα
     κλητική αραβοσιτάλευρο αραβοσιτάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αραβοσιτάλευρο < αραβόσιτ(ος) + άλευρο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.siˈta.le.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβοσιτάλευρο

Ουσιαστικό

αραβοσιτάλευρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.