απόχηρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απόχηρος οι απόχηροι
      γενική του απόχηρου των απόχηρων
    αιτιατική τον απόχηρο τους απόχηρους
     κλητική απόχηρε απόχηροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόχηρος < απο- + χήρος

Ουσιαστικό

απόχηρος αρσενικό

  • πόχηρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.