απόσπερμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόσπερμα τα αποσπέρματα
      γενική του αποσπέρματος των αποσπερμάτων
    αιτιατική το απόσπερμα τα αποσπέρματα
     κλητική απόσπερμα αποσπέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόσπερμα < αποσπέρνω + -μα

Ουσιαστικό

απόσπερμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.