απόσπερμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόσπερμα | τα | αποσπέρματα |
| γενική | του | αποσπέρματος | των | αποσπερμάτων |
| αιτιατική | το | απόσπερμα | τα | αποσπέρματα |
| κλητική | απόσπερμα | αποσπέρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
απόσπερμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του αποσπέρνω
- (ειδικότερα) (ποιητικός τύπος) κακός απόγονος
Μεταφράσεις
απόσπερμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.