decisively
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | decisively |
| συγκριτικός | more decisively |
| υπερθετικός | most decisively |
Επίρρημα
decisively (en)
- αποφασιστικά, με τρόπο που είναι πολύ σημαντικός για το τελικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κατάστασης
- ↪ The birth of the child decisively changed her life.
- Η γέννηση του παιδιού άλλαξε αποφασιστικά τη ζωή της.
- ↪ The birth of the child decisively changed her life.
- αποφασιστικά, με τρόπο που δείχνει την ικανότητα να αποφασίζει γρήγορα και με σιγουριά
- ↪ He acted/answered decisively.
- Έδρασε/απάντησε αποφασιστικά.
- ↪ He acted/answered decisively.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.