απουσιολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απουσιολόγιο τα απουσιολόγια
      γενική του απουσιολόγιου
& απουσιολογίου
των απουσιολόγιων
& απουσιολογίων
    αιτιατική το απουσιολόγιο τα απουσιολόγια
     κλητική απουσιολόγιο απουσιολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απουσιολόγιο < απουσι(α) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό

απουσιολόγιο ουδέτερο

  • έντυπο / τετράδιο που χρησιμοποιείται για την καταγραφή των μαθητών που απουσιάζουν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.