αποτρόπαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποτρόπαιο | τα | αποτρόπαια |
| γενική | του | αποτροπαίου & αποτρόπαιου |
των | αποτροπαίων |
| αιτιατική | το | αποτρόπαιο | τα | αποτρόπαια |
| κλητική | αποτρόπαιο | αποτρόπαια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποτρόπαιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αποτρόπαιο ουδέτερο
- αντικείμενο που υποθετικά έχει ειδικές ιδιότητες που προστατεύουν από ή διώχνουν το κακό
- η ιδιότητα του αποτρόπαιου
- Οταν κανείς ζει μέσα σε έναν καθημερινό πόλεμο, σε συνθήκες κατοχής, εθίζεται στον φόβο, την αγωνία, το απρόβλεπτο, το φρικτό και το αποτρόπαιο. Στο πέρασμα του χρόνου, όμως, και μετά την αρχική έκπληξη, η ζωή ξαναπαίρνει το πάνω χέρι (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4 Ιουνίου 2006)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.