αποτρυγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποτρυγώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποτρυγάω / ἀποτρυγῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική τρυγάω / τρυγῶ < τρύγη

Ρήμα

αποτρυγώ

  1. ολοκληρώνω τον τρύγο
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) απομυζώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.