αποστατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποστατώ < αρχαία ελληνική ἀποστατῶ
Ρήμα
αποστατώ
- (πολιτική) φεύγω από κάποιο πολιτικό κόμμα, προδίδοντας το κόμμα και τους ψηφοφόρους του
- (θρησκεία) απαρνιέμαι την χριστιανική πίστη ή αποβάλλω εθελούσια το ιερατικό σχήμα
- (ιστορία) στασιάζω, επαναστατώ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αποστάτης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστατώ | αποστατούσα | θα αποστατώ | να αποστατώ | αποστατώντας | |
| β' ενικ. | αποστατείς | αποστατούσες | θα αποστατείς | να αποστατείς | (αποστάτει) | |
| γ' ενικ. | αποστατεί | αποστατούσε | θα αποστατεί | να αποστατεί | ||
| α' πληθ. | αποστατούμε | αποστατούσαμε | θα αποστατούμε | να αποστατούμε | ||
| β' πληθ. | αποστατείτε | αποστατούσατε | θα αποστατείτε | να αποστατείτε | αποστατείτε | |
| γ' πληθ. | αποστατούν(ε) | αποστατούσαν(ε) | θα αποστατούν(ε) | να αποστατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστάτησα | θα αποστατήσω | να αποστατήσω | αποστατήσει | ||
| β' ενικ. | αποστάτησες | θα αποστατήσεις | να αποστατήσεις | αποστάτησε | ||
| γ' ενικ. | αποστάτησε | θα αποστατήσει | να αποστατήσει | |||
| α' πληθ. | αποστατήσαμε | θα αποστατήσουμε | να αποστατήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποστατήσατε | θα αποστατήσετε | να αποστατήσετε | αποστατήστε | ||
| γ' πληθ. | αποστάτησαν αποστατήσαν(ε) |
θα αποστατήσουν(ε) | να αποστατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποστατήσει | είχα αποστατήσει | θα έχω αποστατήσει | να έχω αποστατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποστατήσει | είχες αποστατήσει | θα έχεις αποστατήσει | να έχεις αποστατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστατήσει | είχε αποστατήσει | θα έχει αποστατήσει | να έχει αποστατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστατήσει | είχαμε αποστατήσει | θα έχουμε αποστατήσει | να έχουμε αποστατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστατήσει | είχατε αποστατήσει | θα έχετε αποστατήσει | να έχετε αποστατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστατήσει | είχαν αποστατήσει | θα έχουν αποστατήσει | να έχουν αποστατήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.