αποστατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποστατώ < αρχαία ελληνική ἀποστατῶ

Ρήμα

αποστατώ

  1. (πολιτική) φεύγω από κάποιο πολιτικό κόμμα, προδίδοντας το κόμμα και τους ψηφοφόρους του
  2. (θρησκεία) απαρνιέμαι την χριστιανική πίστη ή αποβάλλω εθελούσια το ιερατικό σχήμα
  3. (ιστορία) στασιάζω, επαναστατώ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.