αποστάτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποστάτρια | οι | αποστάτριες |
| γενική | της | αποστάτριας | των | αποστατριών |
| αιτιατική | την | αποστάτρια | τις | αποστάτριες |
| κλητική | αποστάτρια | αποστάτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αποστάτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.