αποσπαργάνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποσπαργάνωση | οι | αποσπαργανώσεις |
| γενική | της | αποσπαργάνωσης* | των | αποσπαργανώσεων |
| αιτιατική | την | αποσπαργάνωση | τις | αποσπαργανώσεις |
| κλητική | αποσπαργάνωση | αποσπαργανώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποσπαργανώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσπαργάνωση < αποσπαργανώνω + -ση
Ουσιαστικό
αποσπαργάνωση θηλυκό
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσπαργανώνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπάργανα
Μεταφράσεις
αποσπαργάνωση
|
Πηγές
- αποσπαργάνωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.